γνάφαλο

γνάφαλο
και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) [γνάπτω]
μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα
νεοελλ.
(συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από τρίχες γίδας, ακατάλληλα για να κλωστούν, που χρησιμοποιούνται για να γεμίσουν στρώματα ή σαμάρια
αρχ.
μαξιλάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • γναφάλωμα — το 1. η γναφάλωση 2. το γνάφαλο …   Dictionary of Greek

  • γναφαλώδης — ες αυτός που μοιάζει με γνάφαλο, ο μαλακός …   Dictionary of Greek

  • κνέφαλλον — κνέφαλλον, τὸ (Α) βλ. γνάφαλο …   Dictionary of Greek

  • χοντράδι — το, Ν 1. χοντρό απόξεσμα νημάτων ή ερίων, γνάφαλο 2. μικρός σκληρός όγκος σε μαλακό υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. άδι (πρβλ. ασπρ άδι, μαυρ άδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”